- σκολοπηῒς
- σκολοπ-ηῒς μοῖρα, ἡ, the fateA of one impaled, Man.4.198.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολοπηΐς — ίδος, ἡ, Α (κυρίως στη φρ.) «σκολοπηΐς μοῑρα» θάνατος με ανασκολοπισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος «πάσσαλος, παλούκι» + κατάλ. ηΐς (πρβλ. ζεφυρ ηΐς)] … Dictionary of Greek